- γαλιά
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 899 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μοιρών.
* * *η (Α γαλέη και γαλῆ, Μ γαλέα)μικρό ψάρι, σταχτί με μαύρα στίγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. γαλιά < μσν. γαλέα (με συνίζηση) < αρχ. γαλή*].
Dictionary of Greek. 2013.